- λιπαρά οξέα
- Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα (-COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση, ελεύθερα ή με τη μορφή εστέρων, κυρίως με τη γλυκερόλη. Τα απλούστερα μέλη (όπως το οξικό οξύ) λαμβάνονται από αιθέρια έλαια και εστέρες του τρυγικού, μηλικού και κιτρικού οξέος, ενώ τα ενδιάμεσα μέλη, που διαθέτουν από 4 μέχρι 20 άτομα άνθρακα, λαμβάνονται από γλυκερίδια με υδρόλυση και τα ανώτερα μέλη βρίσκονται σε διάφορα είδη κηρών. Τα φυσικά λίπη περιέχουν πολλά ακόρεστα λ.ο., τα οποία έχουν μέχρι έξι διπλούς δεσμούς κατά μήκος της μοριακής τους αλυσίδας (πολυακόρεστα λ.ο.) και είναι δυνατές πολλές ισομερείς δομές. Τα ακόρεστα οξέα βρίσκονται κυρίως σε φυτικά οξέα, όπως το κικινέλαιο, το λινέλαιο και το ηλιέλαιο, ενώ τα κορεσμένα λ.ο. βρίσκονται σε ζωικά λίπη και σε μερικούς καρπούς (για παράδειγμα στην καρύδα)· τα περισσότερα λ.ο. είναι μείγματα διαφόρων τύπων γλυκεριδίων. Παρασκευάζονται βιομηχανικά με καταλυτική υδρόλυση του ελαίου ή του λίπους προκειμένου να επιτελεστεί ο διαχωρισμός του οξέως από αυτό. Παραπροϊόν αυτής τη διαδικασίας είναι η γλυκερόλη. Τα πιο γνωστά κορεσμένα λ.ο. είναι το στεατικό, το παλμιτικό, το βουτυρικό και το λαυρικό οξύ, ενώ ανάμεσα στα ακόρεστα λ.ο. περιλαμβάνονται το ελαϊκό, το λινολενικό, το λινελαϊκό και το κικινελαϊκό οξύ. Μερικά λ.ο. συντίθενται μέσα στον ζωικό οργανισμό και γι’ αυτό ονομάζονται δευτερεύοντα. Αυτά που είναι απαραίτητα για τη διατροφή δεν συντίθενται μέσα στον οργανισμό και πρέπει να λαμβάνονται από εξωτερικές πηγές· ονομάζονται κύρια, όπως το αραχιδονικό, το λινολικό και το λινολενικό οξύ. Τα λ.ο. χρησιμοποιούνται κυρίως ως πρώτες ύλες στη σαπωνοποιία, ως παράγοντες διασποράς και ενεργοποίησης στη βιομηχανία ελαστικών, στη βιομηχανία απορρυπαντικών και στη βιομηχανία κεριών.
Dictionary of Greek. 2013.